Συνολικές προβολές σελίδας

Τετάρτη 31 Δεκεμβρίου 2014

Πρωτοχρονιάτικη μαντινάδα για τον Τσίπρα

Γεια σου μεγάλε Τσίπρα μου, λεβέντη μου Αλέξη
Και κάνε τη νέα τη χρονιά, από παντού να φέξει
Ο Σόιμπλε εμούτρωσε κι οι αγορές μουγκρίζουν
μη τους φοβάσαι αυτουνούς, σκύλοι είναι που γαβγίζουν
Πρόσεχε τα κοπρόσκυλα, πρόσεχε τους κοπρίτες,
γέμισε η Ελλάδα μας από πολλούς αλήτες
Αυτούς που σε θαυμάζουνε με τα ωραία λόγια
αυτούς πιο πολύ πρόσεχε, φοβάμαι τα λαμόγια.

Δευτέρα 11 Ιουνίου 2012

Δεν έφθασαν ποτέ στην Ελλάδα 170 δισ. €. Κατέληξαν σε γερμανικές και γαλλικές τράπεζες"


Οι Ελληνες καλούνται να πληρώσουν για κάτι που δεν προκάλεσαν. Την εξαιρετικά σημαντική επισήμανση έκανε ο Αυστριακός πρώην υπουργός Οικονομικών των κυβερνήσεων (1970-1983) του ιστορικού καγκελάριου Μπρούνο Κράισκι, Χάνες Αντρος. Ο ίδιος εξέφρασε την πλήρη κατανόησή του για τη δυσθυμία των Ελλήνων. Σε συνέντευξή του στη μεγάλης κυκλοφορίας, αυστριακή εφημερίδα «Österreich», σημείωσε ότι, όταν ένας δανειστής δανείζει σε μία χώρα 372 δισεκατομμύρια ευρώ, τότε ο δανειστής είναι εξίσου υπεύθυνος, εάν ο δανειολήπτης δεν μπορεί να αποπληρώσει τα δάνεια, ο κ. Αντρος, ενώ επεσήμανε ότι 170 δισεκατομμύρια ευρώ δεν έφτασαν ποτέ στην Ελλάδα, αλλά κατέληξαν στις γερμανικές και γαλλικές τράπεζες.

Στη συνέντευξή του, ο θεωρούμενος ως ένας από τους σημαντικότερους υπουργούς Οικονομικών της μεταπολεμικής Αυστρίας, προειδοποιεί ότι, όπως η υπερβολική χρήση ενός φαρμάκου -«επειδή ένα φάρμακο είναι καλό, δεν σημαίνει ότι το χορηγούμε δέκα φορές την ημέρα»- μπορεί να εξελιχθεί σε δηλητήριο, ακριβώς αυτό μπορεί να συμβεί και στην περίπτωση της υπερβολικής λιτότητας, προσθέτοντας πως χωρίς ανάπτυξη δεν μπορεί να υπάρξει έξοδος από την κρίση.
Ο ίδιος τονίζει την ανάγκη να υπάρξει αλλαγή στάσης, προπάντων από τους Γερμανούς και αυτοί να επιδείξουν, όπως και ολόκληρη η Ευρώπη, περισσότερη αλληλεγγύη, ενώ επισημαίνει πως, αν η Ευρώπη είχε συμπεριφερθεί κατά την επανένωση της Δυτικής και Ανατολικής Γερμανίας, όπως οι Γερμανοί κατά την κρίση του Ευρώ, τότε ποτέ δεν θα είχε πραγματοποιηθεί η επανένωση.
Οπως λέει, την γερμανική επανένωση πλήρωσαν όλοι και όταν η ισοτιμία του ανατολικογερμανικού μάρκου έγινε «ένα προς ένα» με το δυτικογερμανικό, προκάλεσε σε ολόκληρη την Ευρώπη υψηλότερα επιτόκια.
Κατά την άποψή του, το ευρώ δεν επιτρέπεται να παραμείνει μόνον ένα μέσο πληρωμών, αλλά απαιτείται ένα ενιαίο δημοσιονομικό σχέδιο και ένα ενιαίο τραπεζικό σύστημα, καθώς δεν γίνεται για τις τράπεζες της Ευρώπης να υπάρχουν 17 διαφορετικές εποπτείες, αλλά χρειάζεται μια Τραπεζική Ενωση με μια πανευρωπαική τραπεζική εποπτεία.
Αναφερόμενος στην άσχημη κατάσταση των δημοσιονομικών και του τραπεζικού συστήματος στην Ευρώπη, ο κ. Αντρος παραπέμπει στην επίσης άσχημη κατάσταση στις ΗΠΑ, για να επισημάνει συγχρόνως πως η διαφορά έγκειται στο ό, τι εκεί υπάρχει μια από κοινού αντιμετώπιση της κατάστασης και ακριβώς αυτό διαφοροποιεί το δολάριο από το ευρώ.
Πρόσφατα, σε άλλη συνέντευξή του, ο Αυστριακός πρώην υπουργός Οικονομικών είχε καταγγείλει πως «η σωτηρία της Ελλάδας είναι μια σωτηρία των τραπεζών και μέχρι σήμερα στους ίδιους τους Ελληνες δεν έφθασε ούτε ένα λεπτό του Ευρώ», ενώ είχε χαρακτηρίσει το «πακέτο σωτηρίας» για την Ελλάδα ως «απερίσκεπτη θεραπεία» που θα μπορούσε να στείλει τον ασθενή ακόμη και στο θάνατο, καθώς, χωρίς θεραπεία των αιτίων, η «επιβληθείσα, υπερβολική, εξαναγκαστική λιτότητα», δεν μπορεί να βγάλει τη χώρα από την κρίση.
Σύμφωνα με τον κ. Αντρος, η οικονομία στην Ελλάδα συρρικνώνεται και το κράτος πρέπει να πληρώνει ολοένα και υψηλότερα επιτόκια, κάτι που μπορεί να συγκριθεί με έναν γιατρό ο οποίος γράφει στον ασθενή ένα δραστικό φάρμακο σε δεκαπλάσια δόση, χωρίς να λάβει υπόψη του τις παρενέργειες, ωστόσο, κατά την άποψή του, μια έξοδος της Ελλάδας από την Ευρωζώνη, εξαιτίας του κινδύνου μετάδοσης σε άλλες χώρες της, είναι πολύ πιο ακριβή απ΄ ότι η προσπάθεια σωτηρίας.
Πηγή :Ethnos.gr

Τετάρτη 2 Μαΐου 2012

ΣΤΟΝ ΦΑΥΛΟ ΚΥΚΛΟ ΤΟΥ ΔΙΑΒΟΛΟΥ


ΣΤΟΝ ΦΑΥΛΟ ΚΥΚΛΟ ΤΟΥ ΔΙΑΒΟΛΟΥ: Η νομιμοποίηση της κρατικής εξουσίας, τα βαριά σύννεφα του απολυταρχισμού στην Ευρώπη, οι ιδιαιτερότητες του ευρώ, μακροοικονομικά, τα κοινά ευρωομόλογα, η ερμηνεία της γερμανικής υπεροχής και οι ανάγκες της Ελλάδας
“Οι ιδέες δεν ισχυροποιούνται παρά μόνο εάν αφορούν τα συμφέροντα μεγάλου αριθμού απλών ανθρώπων. Η φιλελεύθερη δημοκρατία είναι η βασική ιδεολογία στο μεγαλύτερο μέρος του κόσμου σήμερα, εν μέρει επειδή ανταποκρίνεται σε ορισμένες κοινωνικοοικονομικές δομές, αλλά και διευκολύνεται από αυτές. Τυχόν μεταβολές σε αυτές τις δομές ενδέχεται να επιφέρουν ιδεολογικές συνέπειες, ακριβώς με τον ίδιο τρόπο που ιδεολογικές μεταβολές ενδέχεται να οδηγήσουν σε κοινωνικοοικονομικές επιπτώσεις.

Όπως διατυπώθηκε από κλασικούς διανοητές, ο φιλελευθερισμός προϋποθέτει ότι η νομιμοποίηση της κρατικής εξουσίας πηγάζει από την ικανότητα του κράτους να προστατεύει τα ατομικά δικαιώματα των πολιτών του και ότι αυτή η κρατική εξουσία οφείλει να συμμορφώνεται προς τον Νόμο. Ένα από τα θεμελιώδη δικαιώματα που πρέπει να προστατεύονται είναι αυτό της ατομικής ιδιοκτησίας. Η επανάσταση στην Αγγλία (1688-89) υπήρξε πολύ σημαντική για την εξέλιξη του σύγχρονου φιλελευθερισμού, επειδή για πρώτη φορά καθιέρωσε τη συνταγματική αρχή ότι, το κράτος δεν νομιμοποιείται να φορολογεί τους πολίτες χωρίς τη συγκατάθεσή τους.

Ο κόσμος της μεσαίας τάξης δεν υποστηρίζει κατ’ ανάγκη τη δημοκρατία: όπως όλοι, είναι κι αυτοί άνθρωποι ιδιοτελείς, που τους απασχολεί η προστασία της περιουσίας και της κοινωνικοοικονομικής θέσης τους. Σε χώρες όπως η Κίνα και η Ταϊλάνδη, πολλά μέλη της μεσαίας τάξης αισθάνονται να απειλούνται από τα αναδιανεμητικά αιτήματα των φτωχών - ως εκ τούτου, τάχθηκαν υπέρ των αυταρχικών κυβερνήσεων που προστατεύουν τα συμφέροντα της τάξης τους. Ούτε, επίσης, ισχύει ότι οι δημοκρατίες ανταποκρίνονται αναγκαστικά στις προσδοκίες των αντίστοιχων μεσαίων τάξεων - όταν όμως αυτό δεν συμβαίνει, οι μεσαίες τάξεις μπορεί να γίνουν ανυπάκουες”. (F.Fukuyama)

Κείμενα

Όπως φαίνεται η μεσαία τάξη μπορεί να τα συγχωρήσει όλα στις κυβερνήσεις της – ακόμη και τη διαπλοκή ή τη διαφθορά, υπό την προϋπόθεση όμως να μην θίγονται άμεσα τα ιδιοτελή συμφέροντα της και να μην οδηγείται η χώρα στη χρεοκοπία. Εάν δε φορολογηθεί επί πλέον από το κράτος, χωρίς τη συγκατάθεση, ή, έστω, την θυμωμένη ανοχή της, πόσο μάλλον όταν νοιώσει ότι κινδυνεύει η ατομική ιδιοκτησία, τότε γίνεται εντελώς απρόβλεπτη – με αποτέλεσμα να ξεσπούν από το πουθενά ξαφνικές καταιγίδες: μεγάλες κοινωνικές αναταραχές δηλαδή, οι οποίες σπάνια δεν είναι αιματηρές.

Εάν τυχόν η πολιτική εξουσία θελήσει να κατευνάσει την οργή του πλήθους απέναντι στα μέτρα που παίρνει, προσφέροντας κάποια ένοχα εξιλαστήρια θύματα, τότε επιδεινώνει κατά πολύ τη θέση της. Αρκεί κανείς να θυμηθεί τη Μαρία Αντουανέτα και την ανόητη επιμονή της να υποστεί την κρίση του δικαστηρίου – ένα γεγονός που «καθαίρεσε» τη βασιλεία στα μάτια του όχλου, ο οποίος διαπίστωσε ότι δεν ήταν αντιμέτωπος με Θεούς, όπως πίστευε μέχρι τότε, αλλά με απλούς θνητούς, όπως ο ίδιος.         

Εκτός απροόπτου, η επόμενη βουλή και η κυβέρνηση της Ελλάδας θα έχει μεταβατικό χαρακτήρα – αφού θα είναι υποχρεωμένη (όχι αναγκασμένη, αφού υπάρχουν πολλές λύσεις) να υποταχθεί σε αυτά που έχουν υπογράψει τα βασικά συστατικά μέλη της (μνημόνια της ντροπής), χωρίς να υπολογίσει την οργή του πλήθους, όταν έλθει η ώρα της εφαρμογής τους.

Με δεδομένο δε ότι αυτά τα μέτρα, αφενός μεν δεν θα έχουν ποτέ την έγκριση του λαού, αφετέρου οδηγούν στην απόλυτη αποτυχία, στην απώλεια της εθνικής κυριαρχίας, στην υποδούλωση, στη λεηλασία της δημόσιας και ιδιωτικής περιουσίας, καθώς επίσης στην ολοκληρωτική εξαθλίωση, η χώρα ίσως δεν θα αποφύγει τη δημιουργική καταστροφή – μία εξαιρετικά επώδυνη διαδικασία κάθαρσης, από την οποία κανένας δεν ξεφεύγει αλώβητος.      

Σε κάθε περίπτωση, η αντίστροφη μέτρηση στη Δύση έχει ήδη ξεκινήσει, τα βαριά σύννεφα του απολυταρχισμού έχουν καλύψει ολόκληρο τον ουρανό και κανένας δεν φαίνεται να είναι σε θέση να κατανοήσει, πόσο μάλλον να αντιστρέψει την πορεία προς το άγνωστο. 

Η ΙΔΙΑΤΕΡΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΕΥΡΩ

“Εάν κατανοήσουμε πως δεν είναι μόνο η Ελλάδα στο μνημόνιο, αλλά ολόκληρη σχεδόν η Ευρώπη, αφού οι περισσότερες χώρες της, η μία μετά την άλλη, υποχρεώνονται να υιοθετήσουν την ίδια πολιτική εγκληματικής λιτότητας (μοναδική ίσως διαφορά της Ελλάδας είναι το ότι απλά προηγείται στο δρόμο της καταστροφής, δανειζόμενη ενυπόθηκα από τα άλλα κράτη - τα οποία όμως δανείζονται με τη σειρά τους για να την δανείσουν, από τους ίδιους τοκογλύφους), θα διαπιστώσουμε πως μας συνδέουν πολύ περισσότερα με τις άλλες χώρες, από όσα μας χωρίζουν”.

Δυστυχώς, το δίλημμα απέναντι στο οποίο μας έχει τοποθετήσει η Ενωμένη Ευρώπη, δεν είναι καθόλου ευχάριστο – αφού καλούμαστε ουσιαστικά να επιλέξουμε μεταξύ της δικτατορίας των αγορών, υπό την αιγίδα της πρωσικής Γερμανίας, και του εθνικισμού(κρατισμού, προστατευτισμού). Εν τούτοις, παρακάμπτοντας αυτή τη θλιβερή διαπίστωση, οφείλουμε να τονίσουμε ότι, όταν τασσόμαστε υπέρ της ΕΕ, αναφερόμαστε σε μία Ευρώπη των Πολιτών της – σε ένα επόμενο στάδιο δηλαδή της εξελικτικής διαδικασίας από την πόλη-κράτος στο κράτος-Έθνος, με κίνδυνο φυσικά να χαρακτηρισθούμε ως «ουτοπιστές».   

Στα πλαίσια αυτά, έχουμε την εντύπωση ότι, αντιμετωπίζουμε το πρόβλημα του ευρώ από μία εντελώς εσφαλμένη οπτική γωνία – αφού το θέμα μας δεν είναι το κοινό νόμισμα, αυτού καθαυτού, αλλά η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Άλλωστε όλοι μας γνωρίζουμε ότι, το ευρώ είναι ένα πολιτικό νόμισμα, ότι ουσιαστικά υιοθετήθηκε με στόχο την ειρήνη στην Ευρώπη – η οποία συνήθως κινδύνευε από τη Γερμανίακαι το νόμισμα της, αφού χρησιμοποιούσε την ισχύ του για τις ανέκαθεν επεκτατικές της βλέψεις.  

Ειδικότερα, εάν θεωρούσαμε ότι, η ένωση της ηπείρου μας αποτελεί ένα βήμα προς το μέλλον, ένα στάδιο εξέλιξης καλύτερα όπως κάποτε από τη φυλή στην πόλη-κράτος και από αυτήν στο κράτος-Έθνος, τότε θα αντιμετωπίζαμε εντελώς διαφορετικά το θέμα του νομίσματος. Φυσικά τα προβλήματα που έχει δημιουργήσει σε όλα τα κράτη-μέλη, κυρίως σε αυτά του ευρωπαϊκού Νότου, είναι πάρα πολύ μεγάλα και δύσκολα στην επίλυση τους. Προέρχονται όμως σχεδόν εξ ολοκλήρου από την αλαζονική πολιτική της Γερμανίας, σε συνδυασμό με την εξουθενωτική λιτότητα που έχει επιβάλλει σε όλους τους εταίρους της.

Είναι όμως αλήθεια λογικό να επιτρέψουμε στη Γερμανία να μας οδηγήσει ξανά στο φυλετισμό και στον «άκρατο εθνικισμό», καταστρέφοντας κοινές προσπάθειες δεκαετιών; Δεν βλέπουμε όλοι ότι, η επιστροφή στα εθνικά νομίσματα προβάλλεται ως λύση από τους θιασώτες του «κρατισμού», σε αμφότερες τις ακραίες περιοχές της πολιτικής τοποθέτησης; Δεν είναι παράλογο να πιστεύουμε σε κενά, σε άνευ περιεχομένου εκβιαστικά διλήμματα του τύπου «μνημόνιο ή δραχμή»; Δεν είναι εντελώς ανόητο να επηρεαζόμαστε από «απολυταρχικές» θέσεις, σύμφωνα με τις οποίες ένα κράτος χάνει την εθνική του ανεξαρτησία, εάν δεν έχει το δικό του νόμισμα;

Δεν βλέπουμε ότι, στην κυριολεξία βομβαρδιζόμαστε με συνεχείς αναφορές του «αγγλοσαξονικού μετώπου», σύμφωνα με τις οποίες η επιστροφή στη δραχμή θα έλυνε όλα μας τα προβλήματα; Πιστεύει αλήθεια κάποιος από εμάς ότι είναι για το καλό μας ή μήπως αποτελεί μέρος της στρατηγικής εξασθένισης του ευρώ και ισχυροποίησης του δολαρίου;    

Όσον αφορά τη χώρα μας, προφανώς και η τυχόν υιοθέτηση της δραχμής δεν θα ήταν η συντέλεια του κόσμου – αφού πάντοτε υπάρχουν λύσεις, ειδικά όταν πρόκειται για μία πάμπλουτη, πολλαπλά προικισμένη χώρα όπως η Ελλάδα. Εν τούτοις, δεν είναι ο φόβος μας απέναντι στη δραχμή η αιτία που υπερασπιζόμαστε το ευρώ, αλλά η πεποίθηση μας ότι, η Ευρωζώνη αποτελεί ένα εξελικτικό στάδιο – το οποίο φυσικά παρουσιάζει πολλά προβλήματα, αρκετά δύσκολα στην επίλυση τους, αλλά όχι άλυτα.

Σε κάθε περίπτωση έχουμε την άποψη πως όταν ένα μέλος μίας οικογένειας είναι εντελώς αντιδραστικό, όπως η Γερμανία σήμερα, δεν είναι λογικό να ταχθούμε υπέρ της διάλυσης της οικογένειας, για να αντιμετωπίσουμε το πρόβλημα. Μπορούμε απλά να προσπαθήσουμε να το «συνετίσουμε» όσο πιο καλά γίνεται - αλλά, εάν συνεχίσει να μας ενοχλεί, τότε είναι καλύτερα να το διώξουμε, αντί να του επιτρέψουμε να διαλύσει όλη την οικογένεια.

Στα πλαίσια αυτά, είναι ίσως σκόπιμη η από κοινού επιστροφή όλων των κρατών της Ευρωζώνης στην αφετηρία (2000), έτσι ώστε να αντιμετωπισθούν καλύτερα τα διάφορα προβλήματα που έχουν προκύψει - ενδεχομένως με την πολιτική ένωση να προηγηθεί (ως όφειλε) της νομισματικής, με ή χωρίς τη Γερμανία.  

ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ

Συνολικά στην παγκόσμια οικονομία, το σύνολο των επενδύσεων είναι ίσο με το σύνολο των αποταμιεύσεων. Απλούστερα, δεν μπορούν να διενεργηθούν επενδύσεις, μεγαλύτερες από το σύνολο των αποταμιεύσεων. Δυστυχώς, επειδή στην Ευρωζώνη οι αποταμιεύσεις έχουν «αποσυρθεί» και συγκεντρωθεί στο Βορά, ο Νότος δεν έχει τη δυνατότητα να επενδύσει – οπότε, όσα προγράμματα λιτότητας και αν εφαρμόσει, δεν πρόκειται να επιλύσει τα προβλήματα του.

Χωρίς επενδύσεις δεν υπάρχει ανάπτυξη, η οποία να μπορεί να ισοσκελίσει τα μειωμένα έσοδα του δημοσίου, λόγω της λιτότητας και του περιορισμού της κατανάλωσης – επομένως, είναι αδύνατη η έξοδος από την κρίση. Για παράδειγμα, όταν κάνουμε οικονομία, καταναλώνοντας λιγότερη βενζίνη, στερούμε έσοδα από το κράτος, ανάλογα με το ύψους του φόρου που συμπεριλαμβάνεται στην τιμή. Εάν το κράτος προσπαθήσει να αντισταθμίσει τη μείωση αυτή των εσόδων του αυξάνοντας τους φόρους, τότε μειώνεται ακόμη περισσότερο η κατανάλωση της βενζίνης, τα έσοδα του κοκ. – ένας φαύλος κύκλος, ο οποίος οδηγεί τελικά στην κατάρρευση, εάν δεν υπάρξουν έσοδα από νέες επενδύσεις.   

Από την άλλη πλευρά τώρα, το σύνολο των εξαγωγών διεθνώς, είναι ίσο με το σύνολο των εισαγωγών – επομένως, τα πλεονάσματα είναι ίσα με τα ελλείμματα. Όταν λοιπόν μία χώρα έχει πλεονάσματα, κάποια άλλη (άλλες) έχει αντίστοιχα ελλείμματα – τα οποία χρηματοδοτούνται από τα έσοδα των πλεονασμάτων (οι πλεονασματικές χώρες δανείζουν τις ελλειμματικές).

Σε κάθε περίπτωση η ασύμμετρη παγκοσμιοποίηση, η μη συμμετρική δηλαδή κατανομή ελλειμμάτων και πλεονασμάτων στα ισοζύγια τρεχουσών συναλλαγών στον πλανήτη (Πίνακας Ι), σε συνδυασμό με την ευρωπαϊκή ασυμμετρία (μη ισορροπημένη κατανομή ελλειμμάτων και πλεονασμάτων εντός της Ευρωζώνης), συνιστούν τα δύο μεγαλύτερα προβλήματα της εποχής μας.

ΠΙΝΑΚΑΣ Ι: Κυριότερες πλεονασματικές – ελλειμματικές χώρες σε δις $ το 2010

Α/Α
Χώρα
Ισοζύγιο
Α/Α
Χώρα
Ισοζύγιο






1
Κίνα
272,5
1
Η.Π.Α.
-561,1
2
Ιαπωνία
166,5
2
Ισπανία
-66,7
3
Γερμανία
162,3
3
Ιταλία
-62,0
4
Ρωσία
68,8
4
*Τουρκία
-56,4
5
Νορβηγία
60,2
5
Γαλλία
-53,3
* Το έλλειμμα στο ισοζύγιο της χώρας, αποτέλεσμα της λεηλασίας της εκ μέρους του ΔΝΤ, υπολογίζεται στα 79,2 δις $ - ένα εξαιρετικά ανησυχητικό σημάδι, σε συνδυασμό με τη φούσκα ακινήτων. 
Πηγή: The World Factbook
ΠίνακαςΒΒιλιάρδος     

Όπως φαίνεται λοιπόν από τον Πίνακα Ι, οι πλεονασματικές οικονομίες (αριστερά), οι οποίες αναπτύσσονται ουσιαστικά εις βάρος των ελλειμματικών (δεξιά), είναι αυτές οι οποίες απειλούν σήμερα τον πλανήτη – όπως επίσης η Γερμανία την Ευρωζώνη.         

Συνεχίζοντας, κάποια στιγμή η διαδικασία αυτή φθάνει στο τέλος της – το αργότερο όταν τα ελλειμματικά κράτη υπερχρεώνονται, αδυνατώντας να ανταπεξέλθουν με τις υποχρεώσεις τους. Τότε, οι επιλογές τους δεν είναι άλλες από την απαίτηση διαγραφής μέρους των χρεών τους ή από την υποδούλωση τους στους δανειστές – με τη λεηλασία τόσο της δημόσιας, όσο και της ιδιωτικής περιουσίας τους, για την εξόφληση των οφειλών τους.    

Περαιτέρω, όταν οι αποφάσεις των συνόδων κορυφής της Ευρωζώνης αφορούν αποκλειστικά και μόνο την υιοθέτηση ενός αυστηρού προγράμματος σταθερότητας, σημαίνει ότι επιχειρείται η εξωτερίκευση των προβλημάτων όλων μαζί των χωρών. Δηλαδή, η Ευρωζώνη σχεδιάζει σαν σύνολο να αυξήσει τις εξαγωγές της στον υπόλοιπο πλανήτη, μειώνοντας τις εισαγωγές της – κάτι που φυσικά είναι αδύνατον να επιτευχθεί, αφού δεν πρόκειται να επιτραπεί από τις υπόλοιπες χώρες. 

Επίσης είναι αδύνατον να πραγματοποιηθεί από τα επί μέρους κράτη εντός της Ευρωζώνης, αφού δεν μπορούν να υπάρξουν πλεονασματικές χώρες, χωρίς ελλειμματικές. Το τέχνασμα της «εξωτερίκευσης» μπορούσε μέχρι σήμερα να λειτουργήσει, επειδή εφαρμοζόταν από μερικές μόνο χώρες (Γερμανία, Ολλανδία κλπ.), εις βάρος όλων των υπολοίπων. Όταν όμως όλες οι χώρες μαζί ακολουθήσουν την ίδια πολιτική, συμπεριφερόμενες σαν μία μεγάλη οικονομία, η οποία όμως θέλει να λύσει τα προβλήματα της με τις μεθόδους των μικρών οικονομιών, τότε είναι αδύνατον να επιτύχει.

Επομένως η Ευρωζώνη, παρά τα σχετικά υγιή θεμελιώδη μεγέθη της, είναι καταδικασμένη να αποτύχει – κάτι που θεωρούμε ότι μάλλον δεν θα αργήσει να συμβεί, εάν δεν αλλάξει αμέσως πορεία. Εάν δεν μετατραπεί σε μία μεγάλη οικονομία, όπως οι Η.Π.Α., η οποία να μπορεί να επιλύσει τα προβλήματα της εσωτερικά, είναι αδύνατον να υπάρξει κοινό μέλλον για τα κράτη-μέλη της – οπότε πιθανότατα θα διαλυθεί, επιστρέφοντας σε εκείνη την εποχή, όπου το ένα κράτος έλυνε τα προβλήματα του, εις βάρος του άλλου (γεγονός που μάλλον θα συνοδευόταν από μαζικές χρεοκοπίες, από αθετήσεις πληρωμών, από την ολοκληρωτική κατάρρευση του χρηματοπιστωτικού συστήματος, καθώς επίσης από μία τρομακτική μείωση του βιοτικού επιπέδου όλων των Ευρωπαίων).

Στα πλαίσια αυτά, μόνο η στενή συνεργασία των ελλειμματικών χωρών-μελών της Ευρωζώνης μεταξύ τους, θα μπορούσε να λειτουργήσει «αντισταθμιστικά» – παράλληλα με την απαίτηση μαζικής διαγραφής μέρους των δημοσίων χρεών ή/και εφικτού διακανονισμού των υπολοίπων χρεών όλων των χωρών (επιμήκυνση χρόνου αποπληρωμής, χαμηλά επιτόκια), έτσι ώστε να διευκολυνθούν τόσο οι επενδύσεις, όσο και η ισορροπημένη ανάπτυξη. 


Η ελπίδα της Ευρώπης να ξεφύγει από την κρίση χρέους είναι η ανάπτυξη – η οποία όμως είναι εξαιρετικά δύσκολο να επιτευχθεί, όταν οι περισσότερες χώρες της είναι εγκλωβισμένες στον κύκλο του διαβόλου: στα υπερβολικά υψηλά δημόσια και ιδιωτικά χρέη τους.

Ειδικότερα σε χώρες, οι οποίες είναι υπερβολικά χρεωμένες, δεν υπάρχει καμία προοπτική επενδύσεων. Η αδυναμία επενδύσεων όμως εμποδίζει την ανάπτυξη και οδηγεί μία χώρα «βαθύτερα» στην κρίση – μεγεθύνοντας τόσο το δημόσιο, όσο και το ιδιωτικό χρέος της. Το γεγονός αυτό βυθίζει τις κοινωνίες σε μία επώδυνη αγωνία για το μέλλον τους, με αποτέλεσμα να απειλείται η ειρήνη, η ασφάλεια, η κοινωνική συνοχή, η ελευθερία και η δημοκρατία.

Οι εμπειρικές έρευνες έχουν τεκμηριώσει πως το συνολικό χρέος ενός κράτους, δημόσιο και ιδιωτικό, δεν πρέπει να υπερβαίνει το 200% του ΑΕΠ. Επάνω από αυτό το όριο δυσκολεύεται η ανάπτυξη ενώ, όταν το χρέος είναι πολύ υψηλότερο, τότε η πορεία αντιστρέφεται – με αποτέλεσμα να εισέρχεται η χώρα σε έναν καθοδικό σπειροειδή κύκλο, από τον οποίο είναι αδύνατον να ξεφύγει με άλλον τρόπο, εκτός από τη χρεοκοπία ή τον πληθωρισμό. Στον Πίνακα ΙΙ καταγράφονται τα συνολικά χρέη ορισμένων χωρών του πλανήτη.

ΠΙΝΑΚΑΣ ΙΙ: Συνολικά χρέη 2011, δημόσια και ιδιωτικά, ως ποσοστό επί του ΑΕΠ

Χώρα
Σύνολο
Τράπεζες
Επιχειρήσεις
Νοικοκυριά
Δημόσιο






Ιρλανδία
1.166
689
245
123
109
Μ. Βρετανία*
847
547
118
101
81
Ιαπωνία
641
188
143
77
233
Ισπανία
457
111
192
87
67
Γαλλία
449
151
150
61
87
Βέλγιο
435
112
175
53
95
Πορτογαλία
422
61
149
106
106
Ιταλία
377
96
110
50
121
Η.Π.Α.
376
94
90
92
100
Ελλάδα
333
22
74
71
166
Γερμανία**
321
98
80
60
83
Πηγή: MM (IMF)
Πίνακας: Β. Βιλιάρδος
Σημείωση: Τα γερμανικά νοικοκυριά είναι χρεωμένα κατά μέσον όρο με 13.800 €, τα ελληνικά με 10.200 € και τα ιρλανδικά με 30.200 € (πηγή:Creditreform Γερμανίας).  Πρόκειται λοιπόν για ένα τεράστιο πλεονέκτημα της Ελλάδας, το οποίο δεν μπορεί δυστυχώς να χειριστεί σωστά η κυβέρνηση. Το γεγονός αυτό τεκμηριώνει πόσο ικανοί είναι οι Έλληνες, μοναδικό πρόβλημα των οποίων είναι η διεφθαρμένη, ανίκανη και ανεπαρκής Πολιτική τους.  

Περαιτέρω, το μέσο συνολικό χρέος στην Ευρωζώνη υπερβαίνει σήμερα το 300% του ΑΕΠ – γεγονός που σημαίνει ότι, χρέη πάνω από 5 τρις €, εκ των οποίων το 1,5 τρις € αφορά τον ιδιωτικό τομέα και τα υπόλοιπα το δημόσιο, οφείλουν να «απομονωθούν», έτσι ώστε να μειωθούν προγραμματισμένα. Αυτά τα 5 τρις € λοιπόν θα έπρεπε να χρηματοδοτηθούν με την έκδοση κοινών ευρωομολόγων χαμηλού επιτοκίου– έτσι ώστε να διευκολυνθούν οι υπερχρεωμένες χώρες πληρώνοντας τόκους, οι οποίοι δεν θα επιβαρύνουν υπερβολικά τους προϋπολογισμούς τους. Μόνο εάν «απομονωθούν» εν μέρει τα χρέη, θα υπάρξει ανάπτυξη και δεν θα διαλυθεί η ζώνη του ευρώ.

Όπως έχουμε πολλές φορές τονίσει, το πρόβλημα δεν είναι αυτού καθαυτού το χρέος, αλλά η δυνατότητα εξυπηρέτησης του - οι τόκοι, καθώς επίσης οι δόσεις αποπληρωμής του. Εάν λοιπόν δεν βρεθεί σύντομα ένας τρόπος, όπως η έκδοση ευρωομολόγων με χαμηλά επιτόκια (γεγονός που προϋποθέτει φυσικά την απόφαση για την πολιτική ένωση της ζώνης του ευρώ), τότε δεν πρόκειται να υπάρξει ανάπτυξη –γεγονός που θα οδηγήσει πολλές χώρες σε ακραίες πολιτικές εξελίξεις. Ας μην ξεχνάμε ότι, οι εθνικιστικές πολιτικές παρατάξεις στην Αυστρία ξεπερνούν το 27% των ψηφοφόρων, στην Ελβετία το 26%, στη Νορβηγία το 20%, στη Γαλλία το 17% κοκ.

Από τον Πίνακα ΙΙΙ που ακολουθεί, τεκμηριώνεται το γεγονός ότι, το χρέος της Ελλάδας θα ήταν πολύ καλύτερα διαχειρίσιμο, εάν το επιτόκιο διαμορφωνόταν στο 1,25% (1% είναι το σημερινό βασικό της ΕΚΤ) - χωρίς καμία διαγραφή χρέους και με δόσεις εξόφλησης 40 ετών.

ΠΙΝΑΚΑΣ ΙΙΙ: Αποπληρωμή του χρέους σε 40 ετήσιες δόσεις  (α) χωρίς διαγραφή (360 δις €) και (β) με διαγραφή 100 δις € (260 δις €)

Δημόσιο Χρέος
Τόκοι
Χρεολύσια
Σύνολο




360 δις € με 1,25%
4,50
9,00
13,50
260 δις € με 8,00%
20,80
6,50
27,30
Σημείωση: Για διευκόλυνση, δεν συνυπολογίζουμε τη συνεχή μείωση των ετησίων τόκων, λόγω της αποπληρωμής των δόσεων του χρέους.   

Όπως φαίνεται καθαρά από τον Πίνακα ΙΙΙ, η ετήσια επιβάρυνση (τοκοχρεολύσια), χωρίς διαγραφή χρέους και με 1,25% επιτόκιο θα ήταν της τάξης των 13,5 δις € - ενώ με διαγραφή 100 δις € και με επιτόκιο 8% θα ήταν 27,3 δις €. Επομένως, η μη διαγραφή και η επιβάρυνση μας με χαμηλό επιτόκιο, θα ήταν μία πολύ πιο συμφέρουσα λύση για την Ελλάδα – παράλληλα, η λύση αυτή θα ήταν σχετικά εφικτή στην επίτευξη της, καθώς επίσης απόλυτα έντιμη, ενώ δεν θα υποχρέωνε τις τράπεζες μας να «ξεπουληθούν» στους ξένους εισβολείς

Ολοκληρώνοντας, όσον αφορά την ανάγκη «αποχρέωσης» του ιδιωτικού τομέα (νοικοκυριά και επιχειρήσεις), όλα τα κράτη θα πρέπει να ιδρύσουν επενδυτικές τράπεζες, κατά το παράδειγμα της γερμανικής Kfw, έτσι ώστε δανειζόμενες από την ΕΚΤ, να δανείζουν απ’ ευθείας την πραγματική οικονομία με χαμηλά επιτόκια – με στόχο αφενός μεν τη μείωση των χρεών, αφετέρου την αύξηση των επενδύσεων.    

Η ΓΕΡΜΑΝΙΚΗ ΗΓΕΜΟΝΙΑ

Η ισχύς της Γερμανίας, η οποία φαίνεται από την βιομηχανική της ηγεμονία, προέρχεται κυρίως από την υπερβολική εξάρτηση της από το εξαγωγικό εμπόριο – τόσο από τις εισαγωγές, όσο και από τις εξαγωγές. Οι εξαιρετικά υψηλές εισαγωγές της δε (γύρω στα 900 δις €) την έχουν καταστήσει απαραίτητη σε πολλές άλλες χώρες – όπως φαίνεται κυρίως από την Ολλανδία.

Η συγκεκριμένη χώρα λοιπόν, σε αντίθεση με την Ελλάδα, για παράδειγμα, δεν έχει καμία απολύτως δυνατότητα να καλύψει μόνη της τις ανάγκες της – δεν μπορεί ποτέ δηλαδή να καταφέρει να είναι αυτάρκης. Ο Πίνακας ΙV που ακολουθεί τεκμηριώνει την εξάρτηση της Γερμανίας από το εξαγωγικό εμπόριο:






ΠΙΝΑΚΑΣ ΙV: Εξωτερικό εμπόριο Γερμανίας σε δις €

Έτος
ΑΕΠ
Εισαγωγές
% ΑΕΠ
Εξαγωγές
% ΑΕΠ






2008
2.290
805,8
35,1
984,1
42,9
2009
2.180
664,6
30,5
803,3
36,8
2010
2.230
797,1
35,7
951,9
42,7
2011
2.370
901,9
38,1
1.060,2
44,7
Πηγή: FactbookStatBundesamt
ΠίνακαςΒ. Βιλιάρδος

Το γεγονός αυτό, η εξάρτηση της δηλαδή, την έχει υποχρεώσει να χρησιμοποιεί κάθε θεμιτό και αθέμιτο μέσον, για να διατηρεί τη βιομηχανική της ηγεμονία – προσελκύοντας επενδυτικά κεφάλαια, διατηρώντας σταθερές τις αμοιβές των εργαζομένων της, περιορίζοντας το κοινωνικό κράτος κοκ.

Ίσως οφείλουμε να σημειώσουμε εδώ ότι, οι υψηλές ονομαστικές αμοιβές των εργαζομένων της, σε σχέση με τις άλλες χώρες της Ευρωζώνης, δεν επηρεάζουν σε μεγάλο βαθμό την ανταγωνιστικότητα της – αφού οι μισθοί συμμετέχουν πολύ λιγότερο στο τελικό  κόστος ενός βιομηχανικού προϊόντος (πόσο μάλλον υψηλής τεχνολογίας), από ότι στις υπηρεσίες, ειδικά σε αυτές που δεν είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθούν μηχανήματα για τον περιορισμό των εργατικών (τουρισμός κλπ.).   

Συνεχίζοντας, η οικονομία της Γερμανίας στηρίζεται σε επιχειρηματίες και εργαζομένους, οι οποίοι είναι πρόθυμοι να υποφέρουν τα πάνδεινα για τη δόξα της πατρίδας τους (πάνω από όλα η Γερμανία – Deutschland uber alles), απαιτώντας ελάχιστα – αφού η φιλοσοφία της ζωής τους είναι, σε αντίθεση με πολλούς άλλους λαούς, η λιγότερη δυνατή δυστυχία και όχι η ευτυχία.

Οι Γερμανοί λοιπόν ανήκουν σε εκείνους τους ελάχιστους λαούς, οι οποίοι μπορούν να αντισταθούν πειθαρχικά στην κατανάλωση και στο δανεισμό – ενώ τοποθετούν πάνω από όλα την ασφάλεια, εις βάρος φυσικά της ελευθερίας και της Δημοκρατίας. Εάν τυχόν μπορούσαν οι Έλληνες, οι Γάλλοι ή οι Ιταλοί, τρεις πάρα πολύ πλούσιες χώρες, να λειτουργήσουν ανάλογα, ο μύθος της γερμανικής παραγωγικότητας θα αποτελούσε παρελθόν. Για την τεκμηρίωση των παραπάνω, είναι ίσως σκόπιμο να αναφέρουμε την περιγραφή του Keynes:

“Από αγροτική, φτωχή και αυτοσυντήρητη η Γερμανία (το αυτοσυντήρητος συνοδεύεται συνήθως από το φτωχός – κάτι που οφείλουν να γνωρίζουν οι συνήγοροι αυτής της πολιτικής στην Ελλάδα), μετασχηματίσθηκε μετά το 1870 σε μία απέραντη και περίπλοκη βιομηχανική μηχανή, εξαρτώμενη για τη λειτουργία της από την ισορροπία πολλών παραγόντων εκτός των συνόρων της – καθώς και εντός αυτής.

Μόνο λειτουργώντας αυτή η μηχανή αδιάκοπα και σε πλήρη δράση, μπορούσε να βρει απασχόληση στο εσωτερικό για τον αυξανόμενο πληθυσμό της, καθώς επίσης τα μέσα για να αγοράζει τα προς το ζην από το εξωτερικό. Η γερμανική μηχανή έμοιαζε με μία σβούρα, η οποία για να διατηρήσει την ισορροπία της έπρεπε να γυρίζει ολοένα και γρηγορότερα.

Γύρω από τη Γερμανία, σαν κεντρικό υποστύλωμα, συναθροίστηκε το υπόλοιπο του ευρωπαϊκού οικονομικού συστήματος και από την ευημερία της Γερμανίας εξαρτιόταν κυρίως η ευημερία των υπολοίπων της ηπείρου. Ο αυξανόμενος βηματισμός της Γερμανίας έδωσε στους γείτονες της μία διέξοδο για τα προϊόντα τους, σε αντάλλαγμα για την οποία η επιχειρηματικότητα του Γερμανού εμπόρου τους εφοδίαζε για τις βασικές ανάγκες τους σε χαμηλές τιμές. 

Η Γερμανία δεν τροφοδοτούσε μόνο το εμπόριο της ηπείρου, αλλά προμήθευε και αρκετές χώρες με ένα μεγάλο μέρος του απαιτούμενου για την ανάπτυξη τους κεφαλαίου. Μέσω του συστήματος της ειρηνικής διείσδυσης δε, πρόσφερε σε αυτές τις χώρες όχι μόνο κεφάλαιο, αλλά και κάτι που δεν είχαν λιγότερο ανάγκη: την οργάνωση”.

Όπως είναι γνωστό, η παραπάνω «διαδικασία» οδήγησε την Ευρώπη σε δύο παγκοσμίους πολέμους – γεγονός μάλλον αυτονόητο, αφού όλοι γνωρίζουμε ότι η συνεχής ανάπτυξη απαιτεί κατά καιρούς τη δημιουργική καταστροφή, η ανώτερη «βαθμίδα» της οποίας είναι προφανώς ο πόλεμος.       

Συμπερασματικά λοιπόν, όπως ακριβώς ένας άνθρωπος που γεννήθηκε φτωχός αναγκάζεται να αποκτήσει μεγάλες δεξιότητες(εργατικότητα, μόρφωση κλπ.), για να μπορέσει να επιβιώσει, ενώ ένας πλούσιος όχι, έτσι συμβαίνει και σε ένα κράτος.

Εκτός αυτού, όταν ένας φτωχός, ο οποίος κατάφερε να αποκτήσει δεξιότητες για να πλουτίσει, αντιμετωπίσει μία μεγάλη κρίση (στη ζωή πάντοτε εμφανίζονται κρίσεις), έχει τη δυνατότητα να τα καταφέρει. Αντίθετα, αυτός που γεννήθηκε πλούσιος, όταν αντιμετωπίσει μία κρίση ή όταν χάσει τα χρήματα του, είναι πολύ δύσκολο, εάν όχι απίθανο να τα καταφέρει.

Στην επιστήμη αναφερόμαστε συχνά σε «οικονομίες Ποτέμκιν» - εννοώντας χώρες, όπως η Ρωσία ή οι Αραβικές οι οποίες, διαθέτοντας τεράστιο φυσικό πλούτο, αδυνατούν να εξελιχθούν σε άλλους τομείς. Αντίθετα, χώρες όπως η Ιαπωνία ή η Γερμανία, φτωχές σε φυσικό πλούτο και σε πρώτες ύλες, υποχρεώνονται να δημιουργήσουν ανάπτυξη για να επιβιώσουν, εξελισσόμενες σε άλλους τομείς – κυρίως δε βιομηχανικούς, οι οποίοι προσφέρουν μεγάλες αποδόσεις.

Ως συνήθως, η φύση λειτουργεί «εξισορροπητικά» – ενώ τα ελαττώματα μετατρέπονται σχετικά εύκολα σε πλεονεκτήματα, αρκεί να τα γνωρίζει κανείς, να μην απογοητεύεται και να αναζητάει τη σωστή μέθοδο για να τα «εκμεταλλευθεί».

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Θεωρούμε υποκειμενικά ότι, αυτό που λείπει από την πατρίδα μας είναι ένα μη αρχηγικό κόμμα, στο χώρο της «χρυσής μεσότητας», το οποίο να υιοθετεί τις αρχές της άμεσης δημοκρατίας, της μικτής οικονομίας και της αειφόρου ανάπτυξης – προσελκύοντας ικανά, επαρκή, ανιδιοτελή και δυναμικά στελέχη στις τάξεις του, τα οποία θα μπορούν να εφαρμόσουν σωστά ένα πρόγραμμα διακυβέρνησης, βασισμένο στις παραπάνω αρχές.

Έχουμε την άποψη ότι, τα «συστατικά» αυτού του κόμματος υπάρχουν στο πολιτικό στερέωμα της χώρας μας – ευρίσκονται όμως «διεσπαρμένα» σε διάφορες παρατάξεις, οι οποίες δυστυχώς «εχθρεύονται» η μία την άλλη και αδυνατούν να συνεργασθούν μεταξύ τους, ως οφείλουν.  Ελπίζουμε όμως ότι οι κίνδυνοι, από τους οποίους απειλείται η Ελλάδα θα υποχρεώσουν τους Έλληνες να ενωθούν δημιουργικά, γράφοντας μία πραγματικά νέα σελίδα στην ιστορία της πάμπλουτης, πολλαπλά προικισμένης πατρίδας μας.   

Αθήνα, 01. Μαΐου 2012
Ο κ. Β. Βιλιάρδος είναι οικονομολόγος, πτυχιούχος της ΑΣΟΕΕ Αθηνών, με μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου


Το άρθρο αυτό βρίσκεται πάντα στη διεύθυνση: http://www.x-hellenica.gr/PressCenter/Articles/2586.aspx

Δευτέρα 9 Απριλίου 2012

Τι είναι οι τράπεζες σήμερα


Μια φορά κι έναν καιρό υπήρχαν ιδιωτικές τράπεζες που λειτουργούσαν ως κανονικές επιχειρήσεις. Που έπαιρναν δηλαδή ρίσκο και είτε, εφόσον τους «έβγαινε», κέρδιζαν είτε, όταν τα πράγματα δεν πήγαιναν «κατ’ ευχήν», διακινδύνευαν την ύπαρξή τους. Από τότε κύλησε πολύ νερό στο αυλάκι.

Τέτοιες τράπεζες σήμερα δεν υπάρχουν. Σήμερα οι «ιδιωτικές» τράπεζες, παγκοσμίως, αποτελούν έναν παραπλανητικό ευφημισμό. Ιδίως μετά το Κραχ του 2008, οι τράπεζες λειτουργούν ως μορφώματα που συνδυάζουν τα μεγαλύτερα μειονεκτήματα του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα, αποτελώντας έτσι βαρίδια που τραβάνε τις κοινωνίες και τις αγορές μαζί τους στον πυθμένα ενός ωκεανού ζημιών και χρέους.

Αυτές τις μέρες, που μια υπό προθεσμία (και υπό αμφιλεγόμενη νομιμοποίηση) κυβέρνηση «διαπραγματεύεται» την λεγόμενη επανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, καλό είναι να θυμηθούμε τι εστί τράπεζα την σήμερον. Για να το θυμηθούμε όμως αυτό, χρειαζόμαστε μια αναδρομή στο ιστορικό του πώς φτάσαμε εδώ που είμαστε.

Όταν οι τράπεζες λειτουργούσαν ως επιχειρήσεις

Στις αρχές του 19ου αιώνα, οι κραταιές τράπεζες (π.χ. του Λονδίνου) λειτουργούσαν ως ιδιωτικές εταιρείες απεριόριστης ευθύνης. Οι ιδιοκτήτες τους, οι οποίοι τις διεύθυναν κιόλας (ή τουλάχιστον επέβλεπαν τον τρόπο διοίκησης), διέτρεχαν τον κίνδυνο να χάσουν και το σπίτι τους ακόμα αν η τράπεζα δεν μπορούσε να καλύψει τις ανάγκες (σε ρευστό) των καταθετών της ή να ανταποκριθεί στα δάνεια που είχε η ίδια συνάψει με πιστωτές. Στην προσπάθειά τους να περιοριστεί αυτός ο κίνδυνος, οι τραπεζίτες κρατούσαν στα ταμεία τους, για να έχουν «καβάτζα», την δική τους χρηματική περιουσία  (σε ρευστό, μετοχές ή ομολογίες) και δεν δάνειζαν ποτέ πάνω από το 50% των συνολικών τους κεφαλαίων (δηλαδή του αθροίσματος των χρημάτων που είτε κατέθεταν στην τράπεζα οι πελάτες της είτε κατέθεταν οι ίδιοι οι ιδιοκτήτες).

Από τα μέσα του 19ου αιώνα, τα πράγματα άρχισαν να αλλάζουν για αντικειμενικούς λόγους. Κατ’ αρχάς, καθώς ο καπιταλισμός απογειωνόταν, με την δημιουργία νέων, πανάκριβων αλλά και, παράλληλα, υπερκερδοφόρων δικτύων (π.χ. σιδηροδρομικά, τηλεγραφικά, ηλεκτροφόρα δίκτυα), οι επιχειρήσεις είχαν ανάγκη τεράστιων δανείων – για τα οποία ήταν έτοιμες να καταβάλουν αντίστοιχα τεράστιους τόκους. Έτσι, σιγά-σιγά οι τράπεζες «αναγκάστηκαν» να αποποιηθούν τον εγγενή συντηρητισμό τους. Το πρώτο βήμα έγινε το 1826 στο Λονδίνο. Έως τότε, καμία τράπεζα δεν είχε το δικαίωμα να έχει πάνω από έξι μετόχους. Αυτός ο περιορισμός ήταν ο πρώτος που υπέκυψε στις νέες ανάγκες για μεγαλύτερη δανειοδοτική δυνατότητα: ξάφνου, ο αριθμός των μετόχων πολλαπλασιάστηκε, τα κεφάλαια που διέθεσαν οι νέοι μέτοχοι πέρασαν στα βιβλία των τραπεζών και, έτσι, οι τράπεζες μπόρεσαν να χρηματοδοτήσουν την Β’ Βιομηχανική Επανάσταση (μέσα του 19ου αιώνα και μετέπειτα). Πάντως, παρά αυτά τα ανοίγματα, οι μέτοχοι (αν και πιο πολλοί) παρέμειναν υπό την απειλή της προσωπικής πτώχευσης, σε περίπτωση του η τράπεζα παρέπαιε. Αυτή η απειλή αρκούσε ώστε οι ιδιοκτήτες των τραπεζών, οι τραπεζίτες, να κρατάνε σφικτά τα ηνία των διευθυντών τους, στους οποίους δεν επέτρεπαν να διακινδυνεύσουν την περιουσία τους.

Ο περιορισμός της ευθύνης των μετόχων-ιδιοκτητών των τραπεζών νομοθετήθηκε το 1855-6. Έχει ενδιαφέρον ότι οι τραπεζίτες, αντί να αδράξουν την ευκαιρία να αποποιηθούν τον κίνδυνο της προσωπικής πτώχευσης, αντιστάθηκαν στον νέο νόμο – προσπάθησαν, για δεκαετίες, να κρατήσουν το καθεστώς της απεριόριστης ευθύνης διατυμπανίζοντας ότι επέλεγαν να επενδύσουν το προσωπικό τους ρίσκο στην τράπεζά τους ως τίτλο τιμής, ως μέρος του συμβολαίου με τους καταθέτες (του στυλ: «αν πτωχεύσει η τράπεζά μας, να ξέρετε ότι θα καταστραφούμε κι εμείς»). Χρειάστηκε να έρθει η Μεγάλη Ύφεση της δεκαετίας του 1930, με τις πολλαπλές πτωχεύσεις τραπεζιτών, για να πειστούν οι τραπεζίτες (δηλαδή οι ιδιοκτήτες των τραπεζών) να «περιορίσουν την ευθύνη τους», κόβοντας τον ομφάλιο λώρο που συνέδεε τις τύχες της τράπεζάς τους με την τύχη της προσωπικής τους περιουσίας.

Το τέρας της μόχλευσης (leverage)

Στα μέσα του 19ου αιώνα, όταν οι τράπεζες αρχίζουν να μεταλλάσσονται σε κάτι που σιγά-σιγά παύει να θυμίζει τις υπόλοιπες επιχειρήσεις, το σύνολο του ενεργητικού όλων των τραπεζών (δηλαδή, των δανείων που δίνουν και των κεφαλαίων που διακρατούν ως «καβάτζα») κυμαινόταν γύρω το 50% του ΑΕΠ μιας αναπτυγμένης χώρας (π.χ. Βρετανίας, Γαλλίας κλπ). Σήμερα, κυμαίνεται μεταξύ του 300% και του 500% του ΑΕΠ. Μια τράπεζα, όπως η Deutsche Bank ή η BNP, μπορεί να έχει ενεργητικό μεγαλύτερο του ΑΕΠ της χώρας στην οποία εδρεύει.

Πώς συνέβη αυτό; Η απάντηση, μονολεκτική: Μόχλευση. Τι είναι αυτό το φρούτο; Κάτι που όλοι γνωρίζουμε με άλλο, απλούστερο, όρο: Χρέος (ή, για την ακρίβεια, ο λόγος του χρέους). Αν σας πω ότι για κάθε €10 που έχω, δανείστηκα €120, θα με περάσετε για τρελό. Όμως αν είμαι τραπεζίτης, και έχω κάνει το ίδιο πράγμα, δεν θα πω ποτέ ότι δανείστηκα. Θα πω απλώς ότι ο συντελεστής μόχλευσης της τράπεζάς μου είναι 12 (δηλαδή, €120 χρέους για κάθε €10 κεφαλαίων που διαθέτει το ταμείο μου). Όχι μόνο ακούγεται καλύτερο και πιο «τεχνοκρατικό» αυτό αλλά, δεδομένης της κατάστασης στο τραπεζικό σύστημα σήμερα, θα θεωρηθεί και ιδιαίτερα συντηρητικός συντελεστής μόχλευσης!

Ποια η σημασία του συντελεστή μόχλευσης; Αποτελεί το μυστικό του αμύθητου πλούτου των τραπεζιτών στις εποχές των παχιών αγελάδων και της βαθιάς τους πτώχευσης σήμερα. Έστω μια τράπεζα που κερδίζει ένα ποσοστό 1% επί των κεφαλαίων που διαθέτει ή διαχειρίζεται (εκ μέρους καταθετών, πελατών κλπ). Επιλέγοντας όμως έναν συντελεστή μόχλευσης ίσο με, π.χ., το δώδεκα, η καλή τράπεζα δωδεκαπλασιάζει τα κέρδη της χωρίς ιδρώτα ή κόπο. Αυτόματα, δωδεκαπλασιάζονται τα μερίσματα των μετόχων, τα bonus των διευθυντών, οι μισθοί των μεγαλο-υπαλλήλων κλπ κλπ. Αν σκεφτείτε μάλιστα ότι το 2008, λίγο πριν την κατάρρευση ολόκληρου του τραπεζικού οικοδομήματος, ο συντελεστής μόχλευσης των ευρωπαϊκών τραπεζών είχε φτάσει το ιλιγγιώδες 50 προς 1, καταλαβαίνουμε τι είχε συμβεί: γιατί οι αποδοχές των διοικούντων έφτασαν την στρατόσφαιρα, οι τιμές των τραπεζικών μετοχών ήταν η «ατμομηχανή» των χρηματιστηρίων, το χρηματοπιστωτικό σύστημα έριχνε την σκιά του στην «πραγματική» οικονομία.

Μετά την Άνοδο, η Πτώση

Για να κινδυνεύσει να πτωχεύσει μια τράπεζα με συντελεστή μόχλευσης 2 προς 1, χρειάζεται να έχει ζημίες ίσες με το μισό (το 50%) των δανείων που έχει παράσχει και των τοποθετήσεων που έχει επιλέξει. Όταν όμως ο συντελεστής μόχλευσης φτάσει στο 20 προς 1 (ένα μέγεθος που χαρακτήριζε τις ελληνικές τράπεζες προ της Κρίσης), τότε αρκούν για να πτωχεύσει ζημίες της τάξης του 5%. Κι όταν ο συντελεστής μόχλευσης φτάσει στο επίπεδο που ισχύει στην περίπτωση (για να φέρω ως παράδειγμα μια «κραταιά» τράπεζα που όλοι γνωρίζουμε) μιας Deutsche Bank (περί το 50 προς 1), αν μόλις το 1,25% των δανείων που έχει διαθέσει «ατυχήσουν» (π.χ. οικογένειες που λόγω ανεργίας δεν μπορούν να αποπληρώσουν το στεγαστικό τους ή επιχειρήσεις που κλείνουν) ξάφνου η καλή τράπεζα, με την βούλα του νόμου, φαλίρισε. Να γιατί, παρά τα αμύθητα κέρδη των τραπεζών προ του 2008, σήμερα είναι όλες του πτωχευμένες. Το μόνο που χρειάστηκε για να πάνε οι ελληνικές τράπεζες από τον Παράδεισο στην Κόλαση ήταν ζημίες της τάξης του 5% - κάτι απόλυτα φυσιολογικό σε μια υφεσιακή οικονομία.

Αυτά έχει το μαγικό ραβδί της μόχλευσης: όσο πιο ψηλά σε εκσφεντονίζει στην περίοδο της «Ακμής», τόσο πιο μεγάλη και τραυματική η πτώση στην περίοδο της «Ύφεσης» που ακολουθεί.

Καλά, δεν πρόσεχαν;

Αυτό δεν το είχαν σκεφτεί οι καλοί οικονομολόγοι που προσλάμβαναν οι τράπεζες να τους συμβουλεύουν (και οι οποίοι, σήμερα, συμβουλεύουν τον πρωθυπουργό μας); Δεν το είχαν σκεφτεί οι Κεντρικές Τράπεζες; Γιατί δεν τους έβαζαν χέρι; Οι λόγοι είναι δύο, ο εξής ένας: το χρήμα έρεε τόσο καταρρακτωδώς που όποιος τόλμαγε να πει κάτι, να κρούσει κάποιον κώδωνα κινδύνου, είτε συνειδητοποιούσε ότι την φωνή του την έπνιγε ο αχός του εκκολαπτόμενου κέρδους είτε (στις σπάνιες περιπτώσεις που φώναζε αρκετά δυνατά για να ακουστεί) αγνοείτο επιδεικτικά, έχανε την δουλειά του, χαρακτηριζόταν «παλιομοδίτης», «εκκεντρικός», «συντηρητικός, «αριστερός» κλπ. Τόσο απλά.

Υπάρχει κι άλλος ένας λόγος, περισσότερο στην σφαίρα της θεωρίας, ο οποίος παρουσιαζόταν ως απάντηση σε τέτοιου είδους ερωτήματα από Κεντρικούς Τραπεζίτες (καλή ώρα από τον κ. Παπαδήμο): Η πεποίθηση των (καθεστωτικών) οικονομολόγων ότι η αγορά έχει τον τρόπο της να αυτο-ρυθμίζεται. Π.χ. μπορεί οι τραπεζίτες να μην φοβούνται την πτώχευση της τράπεζάς τους (από τότε που οι τράπεζες έγιναν εταιρείες περιορισμένης ευθύνης) όμως, σκεφτόταν ο θιασώτης της αγοράς, οι πιστωτές των τραπεζών, οι οποίοι κινδυνεύουν να χάσουν τα χρήματά τους (σε περίπτωση που πτωχεύσουν), θα ασκούν de facto έλεγχο στις πρακτικές των τραπεζιτών. Πώς; Αρνούμενοι να δανείσουν τραπεζίτες που το «παρακάνουν» με την μόχλευση. Πού τέτοια τύχη; Αυτό μπορεί να συνέβαινε μέχρι το 1929-1933. Μετά την τραυματική εμπειρία των μαζικών λουκέτων στις τράπεζες, όλοι γνώριζαν ότι το κράτος, η Κεντρική Τράπεζα, δεν θα αφήσει ποτέ τις τράπεζες να κλείσουν ή, το ίδιο είναι, να αφήσουν απλήρωτους τους πιστωτές τους. (Δεν βλέπετε με τι μανία επιμένει σήμερα η ΕΚΤ ότι οι ιρλανδοί φορολογούμενοι, που δεν έφταιξαν σε απολύτως τίποτα, πρέπει να αποπληρώνουν για τα επόμενα 20 χρόνια τα χρέη των πτωχευμένων ιδιωτικών τραπεζών;) Έτσι, λοιπόν, οι τραπεζίτες, ανεξέλεγκτοι τόσο από τους μετόχους τους όσο και από τους πιστωτές τους, είχαν κάθε λόγο να δανείζονται με τρόπο που ούτε το ελληνικό δημόσιο δεν έχει κάνει...

Χαμένοι και κερδισμένοι

Την εποχή της φούσκας, οι διευθύνοντες τις τράπεζες όχι μόνο δεν αντιμετώπιζαν την κριτική και τον έλεγχο των μετόχων και των πιστωτών τους αλλά, κι εδώ είναι η ουσία, μέτοχοι και πιστωτές τους χειροκροτούσαν περισσότερο όσο πιο μεγάλο συντελεστή μόχλευσης επέλεγαν. Επρόκειτο για ένα απίστευτο φαγοπότι άνευ ρίσκου (τουλάχιστον για τους συμμετέχοντες σε αυτό). Όσο τα πράγματα πήγαιναν καλά (η φούσκα καλά κρατούσε), μεγαλύτερος συντελεστής μόχλευσης σήμαινε μεγαλύτερα κέρδη, ελκυστικότερα μερίσματα, παχυλότερους υπερ-μισθούς. Κι αν ερχόταν η Πτώση (όπως και ήρθε), ούτε γάτα ούτε ζημιά: Ο λογαριασμός θα πληρωνόταν από το γκουβέρνο (δηλαδή τον ταλαίπωρο τον φορολογούμενο) και από την Κεντρική Τράπεζα.

Εν ολίγοις, αν κάποιος διάβολος ήθελε να σχεδιάσει ένα τραπεζικό σύστημα ταγμένο στο να δημιουργήσει συνθήκες τεράστιας Κρίσης, δεν θα μπορούσε να κάνει κάτι καλύτερο από αυτό το οποίο, ψευδεπίγραφα, χαρακτηρίζεται «σύγχρονο σύστημα ιδιωτικών τραπεζών»... Ποιος κερδίζει από αυτό; Ποιος χάνει; Είναι προφανές ότι χάνει η κοινωνία στο σύνολό της. Ποιοι κερδίζουν; Δύο είναι οι συνομοταξίες των κερδισμένων από αυτό το αλισβερίσι ιδιωτικής και δημόσιας διαφθοράς:

Πρώτον, οι βραχυπρόθεσμοι επενδυτές σε τραπεζικά (όχι κρατικά) ομόλογα και μετοχές. Τα τελευταία είκοσι χρόνια, έχει εκλείψει το είδος των μακροπρόθεσμων μετόχων. Ως επί το πλείστον, οι μετοχές των τραπεζών πωλούνται το πολύ μερικούς μήνες (συνήθως μερικές μέρες) αφού αγοραστούν. Ένα ολόκληρο παρατραπεζικό σύστημα έχει στηθεί στην βάση των πολύ βραχυπρόθεσμων αγορών και πωλήσεων τραπεζικών μετοχών, τα λεγόμενα hedge funds (τα οποία κερδοσκοπούν στοιχηματίζοντας στις μικρές αυξομειώσεις των τιμών των μετοχών, ιδίως του τραπεζικού τομέα). Κάτι αντίστοιχο «παίζεται» και με τα ομόλογα έκδοσης των ιδιωτικών τραπεζών. Για να το πω απλά, η αυξημένη μόχλευση φέρνει και αυξημένες διακυμάνσεις στις τιμές των μετοχών και των ομολόγων των τραπεζών. Αυτές οι διακυμάνσεις είναι το ψωμοτύρι των hedge funds.

Δεύτερον, οι μεγαλο-μέτοχοι των τραπεζών που ελέγχουν την διοίκηση απομυζώντας όχι τόσο πολύ μεγάλα μερίσματα αλλά υπερ-μισθούς που οι ίδιοι δίνουν στους εαυτούς τους και τα λοιπά «οφέλη» που, εξ ορισμού, γεύεται όποιος διαχειρίζεται την «ροή του χρήματος».

Και τώρα; Η επίσημη έκφανση

Αυτές τις μέρες κλείνει από την κυβέρνηση Παπαδήμου το μέγα θέμα της επανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών. Επισήμως, το θέμα τίθεται ως εξής: Το ελληνικό δημόσιο αθέτησε τις υποχρεώσεις του προς τις τράπεζες. Αναγκάζοντάς τις να κουρέψουν το 53% της ονομαστικής αξίας των δανείων τους προς το δημόσιο, τις έφερε σε δύσκολη θέση. Έτσι ώστε να μην φαλιρίσουν, και να δώσουν και κανένα δάνειο σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά (αναστέλλοντας την στάση δανείων που έχει «στεγνώσει» την αγορά), το κράτος μας θα δανειστεί από το EFSF, αυξάνοντας έτσι το δημόσιο χρέος κι άλλο, για να τα δώσει στις τράπεζες. Κι επειδή είναι παράνομο να δώσει κεφάλαια στις τράπεζες χωρίς αντάλλαγμα κάποια περιουσιακά στοιχεία των τραπεζών (καθώς το κράτος δεν δικαιούται, τουλάχιστον επισήμως, να δωρίζει αμύθητες περιουσίες σε ανώνυμες εταιρείες), θα πρέπει να λάβει μετοχές των τραπεζών. Όμως αυτό συνεπάγεται μερική κρατικοποίηση. Κι επειδή, λέγεται, η κρατικοποίηση των τραπεζών είναι ό,τι χειρότερο μπορεί να συμβεί, ο κ. Παπαδήμος και οι σύμβουλοί του (με βασικό σύμβουλο ως πρότινος έμμισθο σύμβουλο μίας εκ των πτωχευμένων, υπό ανακεφαλαιοποίηση, τραπεζών) πασχίζουν να βρουν μια φόρμουλα έτσι ώστε οι μετοχές που θα πάρει το δημόσιο ως αντάλλαγμα για τα νέα χρέη που φορτώνει στην πλάτη του φορολογούμενου εκ μέρους των τραπεζών δεν θα δίνουν στο δημόσιο δικαίωμα συμμετοχής στην διοίκηση. Με απλά λόγια, το δημόσιο θα πάρει μετοχές που τελικά δεν θα είναι ακριβώς... μετοχές.

Το απεχθές παιχνίδι των ημερών

Οι τράπεζες πρέπει να ανακεφαλαιωθούν. Αυτό θα ήταν απαραίτητο ανεξάρτητα από το «κούρεμα» του δημόσιου χρέους. Ο συντελεστής μόχλευσής τους ήταν τέτοιος (βλ. πιο πάνω) που μια οικονομική ύφεση της τάξης του -5% για μια μόνο χρονιά θα τις οδηγούσε, έτσι κι αλλιώς, στην πτώχευση. Παρά το γεγονός ότι οι τράπεζες λειτούργησαν καταστροφικά (και αυτοκαταστροφικά) για πολύ καιρό (θυμάστε τα εορτοδάνεια, τα ομόλογα του ελληνικού δημοσίου που αγόραζαν σαν να ήταν σοκολατάκια;), και σπατάλησαν βουνά κερδών στον βωμό της μόχλευσης, καμία κοινωνία δεν μπορεί να συνέλθει, καλώς ή κακώς, αν δεν βγουν από την μαύρη τρύπα οι τράπεζές της.

Η ανακεφαλαίωση δεν μπορεί να γίνει, βέβαια, από ιδιωτικά κεφάλαια. Ποιος επενδυτής ρίχνει τα χρήματά του σε μια μαύρη τρύπα, από την οποία δε θα τα ξαναπάρει ποτέ; Κανείς. Να γιατί η Ευρώπη αποφάσισε να κάνει αυτό που κάποιοι φωνάζουμε ότι έπρεπε να έχει γίνει πριν δυο χρόνια: η επανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών με δημόσιο, ευρωπαϊκό χρήμα. Αυτό, τελικά, αποφασίστηκε να γίνει, έστω και καθυστερημένα. Χρήματα που δανείζεται το EFSF εκ μέρους ολόκληρης της ευρωζώνης, θα δοθούν στις τράπεζες όχι ως δανεικά αλλά ως «έγχυση» νέων κεφαλαίων. [Μην ξεχνάμε ότι ο πτωχευμένος δεν σώζεται με νέα δάνεια – κεφάλαια χρειάζεται.]

Το ερώτημα, λοιπόν, δεν είναι αν θα πρέπει να γίνει «μετάγγιση» κεφαλαίων από το ευρωπαϊκό δημόσιο στις ιδιωτικές τράπεζες. Αυτό είναι (και πρέπει να είναι) δεδομένο. Το ερώτημα είναι: Με τι ανταλλάγματα; Η άποψη που πασχίζουν να περάσουν στην κοινή γνώμη τραπεζίτες και κυβέρνηση είναι ότι τα ανταλλάγματα πρέπει να είναι τέτοια που να αποφευχθεί, πάση θυσία, η κρατικοποίηση των τραπεζών. Κι επειδή στην Ελλάδα, η λέξη «κράτος» δεν ηχεί πολύ χειρότερα από την λέξη «μαφία», ο κόσμος τείνει να αποδεχθεί αυτή την άποψη. Την άποψη που λέει ότι το κράτος πρέπει, ως αντάλλαγμα, να πάρει είτε «ομολογίες» είτε μια άλλη μορφή μετοχών που δεν δίνουν στον κάτοχό του δικαίωμα συμμετοχής ή ελέγχου της διοίκησης.

Αν αυτή η «άποψη» περάσει, ο ελληνικός λαός θα έχει, άλλη μια φορά, συναινέσει στις ραδιουργίες μιας αρπακτικής διαπλεκόμενης συμμαχίας κράτους και επιτήδειων ιδιωτών που στόχο έχουν την διαφύλαξη των συμφερόντων τους εναντίον τόσο του κοινωνικού συνόλου όσο και των τραπεζών της χώρας. Αν η κυβέρνηση Παπαδήμου, στην εκπνοή της, περάσει την επανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών με τρόπο που αφήνει στο απυρόβλητο την διαπλοκή μεταξύ των μετόχων, διευθυντών, και πιστωτών των τραπεζών η οποία τις έριξε στον γκρεμό (την οποία περιέγραψα πιο πάνω), θα έχει καταφέρει το μεγαλύτερο πλήγμα στο μέλλον της ελληνικής οικονομίας μετά το Μνημόνιο. Αν μια τέτοια τεράστια αποτυχία της διοίκησης των τραπεζών μας δεν οδηγήσει στην απώλεια της εξουσίας επί των τραπεζών των μεγαλο-μετόχων-διευθυνόντων που συμμετείχαν με τόση χαρά και ευεξία στο φαγοπότι της μόχλευσης, η κυβέρνηση θα έχει στείλει το εξής μήνυμα στους τραπεζίτες: Ξαναθρέψτε το τέρας της μόχλευσης – ο φορολογούμενος, αν όχι ο Έλληνας τότε σίγουρα ο Ευρωπαίος, εδώ είναι!

Επίλογος: Ο θρίαμβος της Πτωχοτραπεζοκρατίας επί του καπιταλισμού

Μέσα στην αγωνία του «συστήματος» μεγαλο-μετόχων των τραπεζών, πιστωτών των τραπεζών και των υποτιθέμενων ρυθμιστών των τραπεζών (δηλαδή των κυβερνώντων που πασχίζουν να διατηρήσουν μια «συγκινητικά» στενή σχέση με τους τραπεζίτες) να μην χάσουν τον έλεγχο αυτής της χήνας που γεννά τα χρυσά αυγά, ακούμε τους εκπροσώπους τους στα ΜΜΕ, στην Βουλή κλπ να αποτροπιάζονται με την ιδέα ότι το κράτος θα πάρει κοινές μετοχές ως αντάλλαγμα για τα κεφάλαια που φορτώνεται ως νέο χρέος για να τα δώσει στις τράπεζες. Πρόκειται για ανείπωτη υποκρισία.

Κάποτε, οι φιλελεύθεροι επιχειρηματολογούσαν εναντίον των κρατικοποιήσεων στην βάση ότι ήταν υποχρεωτικές, δηλαδή ότι το κράτος σου έπαιρνε την επιχείρηση με το έτσι θέλω, σου έδινε μια γελοία αποζημίωση και σε πέταγε στον δρόμο. Όμως η σημερινή περίπτωση διαφέρει ριζικά. Το κράτος δεν έχει καμία όρεξη να βάλει χέρι στις τράπεζες. Οι τράπεζες ζητιανεύουν κεφάλαια από το κράτος. Μόνο που δεν θέλουν να δώσουν ως αντάλλαγμα αυτό που πρέπει: ιδιοκτησιακά δικαιώματα. Ποτέ έως τώρα δεν είχα ακούσει επιχείρημα εναντίον των ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων του δημοσίου. Γιατί περί αυτού πρόκειται: Από την μία οι τράπεζες θα πτωχεύσουν χωρίς τα κεφάλαια του δημοσίου, και ζητούν κεφάλαια από το δημόσιο. Από την άλλη θέλουν να τα πάρουν χωρίς να είναι ούτε δανεικά (καθώς δάνεια παίρνουν αβέρτα από την ΕΚΤ, με επιτόκιο 1%, χωρίς να τις σώζουν, πτωχευμένες ούσες) ούτε και να αποδίδουν ιδιοκτησιακά δικαιώματα στους φορολογούμενους που δανείζονται για να τα πάρουν.

Όσο για το επιχείρημα ότι αν συμμετέχει το δημόσιο πιο δυναμικά στο μετοχικό κεφάλαιο των ιδιωτικών τραπεζών, τότε οι τράπεζες θα γίνουν κρατικοδίαιτες, διεφθαρμένες και αναποτελεσματικές, η απάντησή μου είναι η εξής: Όπως είδαμε πιο πάνω, εδώ και καιρό, ιδιωτικές τράπεζες (με την σωστή έννοια του επιθετικού προσδιορισμού) δεν υπάρχουν. Σε ολόκληρο τον κόσμο, και ιδίως στην χώρα μας, οι τράπεζες έχουν μετατραπεί σε αρπακτικά μορφώματα ιδιωτικο-κρατικού χαρακτήρα. Οπότε ας αφήσουμε τις ανοησίες περί ανάγκης να αποφευχθεί η κρατικοποίηση των ιδιωτικών τραπεζών. Αυτά είναι λόγια που σκοπό έχουν την τρομοκράτηση της κοινωνίας ώστε να συναινέσει στις επιταγές της Πτωχοτραπεζοκρατίας (ένα καθεστώς που δίνει την μέγιστη εξουσία στους πιο πτωχευμένους τραπεζίτες) η οποία έχει υπονομεύσει πλήρως τον... καπιταλισμό.

Τι θα έπρεπε, λοιπόν, να συζητάμε σήμερα; Θα έπρεπε να συζητάμε όχι το αν θα δοθούν ιδιοκτησιακά δικαιώματα επί των τραπεζών στους φορολογούμενους που δανείζονται για να επανακεφαλαιοποιηθούν οι τράπεζες, αλλά τι μορφή πρέπει να πάρουν αυτά τα δικαιώματα ώστε και οι τράπεζες να ορθοποδήσουν και η οικονομία να πάρει ανάσες. Κι επειδή ούτε κι εγώ (όπως οι περισσότεροι) δεν έχουμε καμία εμπιστοσύνη στους κυβερνώντες μας (ούτε στους σημερινούς ούτε και στους επόμενους), μετά χαράς να συζητήσουμε μια σειρά από καινοτόμες, δημοκρατικές, τεχνοκρατικές λύσεις. Π.χ. από την στιγμή που τα κεφάλαια έρχονται από το EFSF, γιατί να μην πάρει τις μετοχές των τραπεζών το…EFSF (το οποίο να μπορεί να ορίσει, κατά το δοκούν, Ευρωπαίους τεχνοκράτες στα ΔΣ των τραπεζών ώστε να εκπροσωπούν τα συμφέροντα των Ευρωπαίων πολιτών που δανείστηκαν αυτά τα χρήματα); Μάλιστα, κάτι τέτοιο θα μας έδινε την δυνατότητα να αιτηθούμε από την ΕΕ τα κεφάλαια αυτά να μην βαρύνουν το ελληνικό δημόσιο χρέος, μιας και τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα θα περάσουν απ’ ευθείας στην ευρωζώνη.

Λύσεις υπάρχουν που ούτε επιβραβεύουν την υφιστάμενη Κλεπτοκρατία μετόχων-διευθυντών-πολιτικών ούτε και οδηγούν τις τράπεζες στην αγκαλιά του ελληνικού δημοσίου. Όσοι όμως σήμερα κόπτονται για τον κίνδυνο «κρατικοποίησης» των τραπεζών, και όσοι διαπραγματεύονται μαζί τους στο Μαξίμου, προσφέρουν χέρι βοήθειας στην Πτωχοτραπεζοκρατία που επιβουλεύεται τόσο την ελληνική οικονομία όσο και τις ελληνικές τράπεζες.
Το κείμενο είναι του Γιάνη Βαρουφάκη: Διδάσκει οικονομική θεωρία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών 
Πηγή: http://www.protagon.gr/?i=protagon.el.8emata&id=14130